- προδηλωτικός
- προδηλωτικόςshowing beforehandmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδηλωτικός — ή, όν, Α [προδηλῶ] αρμόδιος, κατάλληλος για την εκ τών προτέρων δήλωση, αυτός που φανερώνει κάτι προηγουμένως … Dictionary of Greek
προδηλωτικά — προδηλωτικός showing beforehand neut nom/voc/acc pl προδηλωτικά̱ , προδηλωτικός showing beforehand fem nom/voc/acc dual προδηλωτικά̱ , προδηλωτικός showing beforehand fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδηλωτική — προδηλωτικός showing beforehand fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδηλωτικῶς — προδηλωτικός showing beforehand adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόδηλος — η, ο / πρόδηλος, ον, ΝΑ σαφής, έκδηλος, ολοφάνερος («πρόδηλον ἤδη ἦν ὅτι μάχη ἔσοιτο», Ξεν.) αρχ. 1. προδηλωτικός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόδηλοι (ενν. φόβοι) φόβοι που είχαν προβλεφθεί 3. φρ. «ἐκ προδήλου» από εμφανές μέρος. Επίρ.… … Dictionary of Greek